Τι είναι τα
Ενδοκρανιακά ανευρύσματα;
Το ενδοκρανιακό ή εγκεφαλικό ανεύρυσμα είναι ένα σημείο διόγκωσης μιας αρτηρίας στον εγκέφαλο, η οποία προκαλείται από αδυναμία στο τοίχωμα των αιμοφόρων αγγείων.
Αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως κι αποτελεσματικά, τα ανευρύσματα εγκεφάλου ενέχουν τον κίνδυνο ρήξης, με αποτέλεσμα αυτό που ονομάζεται αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο λόγω υπαραχνοειδούς αιμορραγίας.

Ποια είναι τα αίτια των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων;
Συνήθως, τα εγκεφαλικά ανευρύσματα δεν εμφανίζονται κατά τη γέννηση. Τα περισσότερα αναπτύσσονται μετά την ηλικία των 40. Ειδικότερα, τα ενδοκρανιακά ανευρύσματα είναι ελαφρώς πιο συχνά στις γυναίκες παρά στους άνδρες και πιο συχνά στα άτομα ηλικίας από τα τέλη της δεκαετίας των 40 έως τα μέσα της δεκαετίας των 50 ετών. Ωστόσο, ένα ανεύρυσμα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία.
Εκτιμάται ότι 1 στους 50 ανθρώπους έχει εγκεφαλικό ανεύρυσμα που πιθανότατα δεν το γνωρίζει.
Τα ανευρύσματα συνήθως αναπτύσσονται σε σημεία διακλάδωσης των εγκεφαλικών αρτηριών και προκαλούνται από τη συνεχή πίεση από τη ροή του αίματος σε εξασθενημένα στην ελαστικότητά τους τοιχώματα των αγγείων.
Δεν υπάρχει ξεκάθαρος λόγος για τον οποίο δημιουργείται ένα ενδοκρανιακό ανεύρυσμα, αλλά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξή του, όπως: το κάπνισμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), οικογενειακό ιστορικό, τραυματισμός στο κεφάλι και άλλες λιγότερο συχνές διαταραχές των αιμοφόρων αγγείων, όπως η ινομυϊκή δυσπλασία και η εγκεφαλική αρτηρίτιδα, η οποία αποτελεί φλεγμονή του αγγειακού τοιχώματος.
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, η ανάπτυξη ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων συνδέεται και με γενετικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα το σύνδρομο των πολυκυστικών νεφρών, το σύνδρομο Ehlers-Danlos τύπου IV, το σύνδρομο Marfan και τη νευρινωμάτωση τύπου 1.
Ορισμένα ανευρύσματα οφείλονται σε λοιμώξεις και τη λήψη ναρκωτικών ουσιών, όπως αμφεταμίνες και κοκαΐνη.
Μελέτες έχουν δείξει ότι πιθανότατα το μέγεθος των ανευρυσμάτων αυξάνει ή το τοίχωμά τους γίνεται πιο αδύναμο σε βάθος χρόνου αυξάνοντας συνεπώς και την πιθανότητα ρήξης τους. Είναι αδύνατο όμως να προβλεφθεί με ακρίβεια εάν και πότε μπορεί να προκληθεί ρήξη ενός ενδοκρανιακού ανευρύσματος. Εξειδικευμένες απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν όμως να εντοπίσουν ευρήματα που συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα ρήξης.
Ποια είναι τα συμπτώματα των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων;
Τα ενδοκρανιακά ανευρύσματα που δεν έχουν υποστεί ρήξη συνήθως δεν έχουν συμπτώματα. Συχνά είναι μικρά σε μέγεθος κι εντοπίζονται τυχαία κατά τη διάρκεια διαγνωστικού ελέγχου για άλλες καταστάσεις.
Ωστόσο, σε σπάνιες περιπτώσεις τα ανευρύσματα αυτά μπορεί να διογκωθούν και να ασκήσουν πίεση στα νεύρα του εγκεφάλου συμπτώματα, όπως:
- Θολή ή διπλή όραση
- Πεσμένο βλέφαρο και διεσταλμένη κόρη στο ένα μάτι
- Πόνος πάνω και πίσω από το ένα μάτι
- Αδυναμία και/ή μούδιασμα
Όταν ένα ενδοκρανιακό ανεύρυσμα υποστεί ρήξη, προκαλεί αιμορραγία στον χώρο γύρω από τον εγκέφαλο (υπαραχνοειδής χώρος). Πρόκειται για μια εξαιρετικά επείγουσα ιατρική κατάσταση που χρήζει άμεσης ιατρικής βοήθειας και η οποία προκαλεί αιφνίδια συμπτώματα, όπως:
- Ξαφνικός και πολύ έντονος πονοκέφαλος
- Ναυτία/έμετος
- Στραβολαίμιασμα
- Θολή ή διπλή όραση
- Ευαισθησία στο φως
- Επιληπτική κρίση
- Απώλεια συνείδησης
- Σύγχυση
Πώς γίνεται η διάγνωση των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων;
Ένα ενδοκρανιακό ανεύρυσμα που δεν έχει διαρραγεί εντοπίζεται συνήθως τυχαία κατά τη διάρκεια μιας άσχετης νευρολογικής ή άλλης εξέτασης του εγκεφάλου. Μόλις εντοπιστεί ένα ανεύρυσμα, μπορεί να απαιτηθεί μια πιο λεπτομερής εξέταση προκειμένου να κατανοηθεί πλήρως το μέγεθος, το σχήμα, η θέση και η προέλευση του ανευρύσματος. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από απεικονιστικές εξετάσεις, όπως:
- Αξονική τομογραφία εγκεφάλου
- Αξονική αγγειογραφία
- Μαγνητική αγγειογραφία
- Τρισδιάστατη ψηφιακή αγγειογραφία
- Διακρανιακό υπερηχογράφημα doppler
Πώς αντιμετωπίζονται τα ενδοκρανιακά ανευρύσματα;
Ένα ανεύρυσμα που είναι μη ραγέν και δεν θεωρείται ότι διατρέχει κίνδυνο ρήξης συνήθως παρακολουθείται αντί να αντιμετωπιστεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο κίνδυνος χειρουργικής ή ελάχιστα επεμβατικής ενδοαγγειακής επέμβασης για τη θεραπεία του δεν μπορεί να αντισταθμίσει οποιοδήποτε όφελος που λαμβάνεται εάν το ανεύρυσμα δεν προκαλεί πραγματικά προβλήματα ή δεν κινδυνεύει να προκαλέσει προβλήματα στο εγγύς μέλλον.
Ένα ανεύρυσμα που κινδυνεύει ή έχει ήδη υποστεί ρήξη συνιστά εξαιρετικά επείγουσα ιατρική κατάσταση που μπορεί να αντιμετωπιστεί με τους ακόλουθους τρόπους:
- Μικροχειρουργικός αποκλεισμός του ανευρύσματος: Πρόκειται για μια ανοιχτή χειρουργική επέμβαση που εκτελείται μέσω ενός χειρουργικού ανοίγματος στο κρανίο. Χρησιμοποιώντας μικροσκοπικά όργανα, ο χειρουργός προσαρτά ένα μικρό μεταλλικό κλιπ στη βάση του ανευρύσματος, εμποδίζοντας το αίμα να ρέει στο ανεύρυσμα και μειώνοντας τις πιθανότητες ρήξης του αποκλείοντάς το ουσιαστικά από την κυκλοφορία. Ο χρόνος ανάρρωσης είναι συνήθως τέσσερις έως έξι εβδομάδες.
- Ενδαγγειακός αποκλεισμός του ανευρύσματος με σπειράματα: Είναι μια επεμβατική νευροακτινολογική ενδοαγγειακή θεραπεία που πραγματοποιείται μέσω ενός καθετήρα που εισάγεται από τη βουβωνική/λαγόνιο χώρα ή τον βραχίονα σε μία αρτηρία ικανού διαμετρήματος κι από εκεί ο μικροκαθετήρας οδηγείται κάτω από συνεχή ακτινοσκοπικό έλεγχο στα αγγεία του εγκεφάλου. Λεπτά σύρματα πλατίνας ή υγρά γρήγορης πήξης με ή χωρίς την πρόσθετη χρήση μικρών stents, ωθούνται μέσα στο ανεύρυσμα, όπου προσαρμόζονται στο τοίχωμα του ανευρύσματος σχηματίζοντας μια μάζα που κλείνει αποτελεσματικά την διόγκωση. Ο χρόνος ανάρρωσης είναι συνήθως μία έως τρεις ημέρες.
Τέτοιου είδους περιστατικά είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται από διεπιστημονική ομάδα, στελεχωμένη από νευροχειρουργούς, διαγνωστικούς και επεμβατικούς νευροακτινολόγους ώστε να προσφερθεί μια υπεύθυνη πληροφόρηση και εξατομικευμένη θεραπεία, καθότι κάθε ανεύρυσμα είναι διαφορετικό και χρήζει της εκάστοτε κατάλληλης θεραπευτικής αντιμετώπισης ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς.




